
29 Ιαν Κατά μάνα κατά κόρη;
Ώς κορίτσια, οι περισσότερες γυναίκες είπαμε: “Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω σαν τη μαμά μου!” Μαγειρέψαμε στη παιδική πλαστική κουζίνα, είπαμε παραμύθια στη κούκλα μας, φόρεσαμε τα τακούνια της μαμάς, και τη μιμηθήκαμε, βάζοντας τα καλλυντικά της μπροστά στον καθρέφτη. Και μετά, μια μέρα έχουμε μεγαλώσει και το παιδικό μας όνειρο μοιάζει πλέον με εφιάλτη. Το “είσαι ίδια η μάνα σου” το εκλαμβάνουμε ως ύστατη προσβολή. Γιατί; Κάποτε ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο.
Τι συνέβη; Πώς μετατράπηκε το πρότυπό μας σε παράδειγμα προς αποφυγήν;
Αυτό θα έμοιαζε φυσικό εάν προερχόταν από μία γυναίκα που είχε πάντα μία κακή, συγκρουσιακή σχέση με τη μητέρα της. Συμβαίνει όμως και σε εμάς που η μητέρα μας έχει υπάρξει η καλύτερή μας φίλη. Όσο περνούν τα χρόνια μάς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συντηρούμε την εικόνα της τέλειας και αλάνθαστης μητέρας μας. Αποκτά – θέλει, δεν θέλει – μία πιο ανθρώπινη, ρεαλιστική μορφή. Προσπαθώντας να καταλάβουμε και να ορίσουμε τον ενήλικο εαυτό μας αναμετριόμαστε διαρκώς με τη μητέρα μας. “Εγώ θα πάρω άλλον δρόμο. Εγώ δεν θα κάνω τα ίδια λάθη. Εγώ θα κάνω μόνο τις καλύτερες, ή έστω διαφορετικές επιλογές, τόσο σε σχέση με μένα όσο και με τα δικά μου παιδιά”.
Στην ψυχοθεραπεία, τα ζητήματα σχέσεων μητέρας-κόρης προκύπτουν με ιδιαίτερα μεγάλες εντάσεις σε διάφορες φάσεις της ζωής μας: όταν πρόκειται σύντομα να κάνουμε παιδί, στα πρώτα χρόνια μας ως μητέρες, στην εφηβεία των παιδιών μας, αλλά και σε όσες από εμάς είτε δεν μπορούμε, είτε επιλέγουμε συνειδητά να μην κάνουμε παιδιά.
Όσο και να έχουμε απομυθοποιήσει τη μητέρα μας υπάρχει σχεδόν πάντα ένα βασανιστικό κομμάτι μας που διψά για την αποδοχή και την έγκρισή της. Η προσπάθεια να διαφοροποιηθούμε από τη μαμά γίνεται έντονη στην εφηβεία και φαίνεται να μη στα ματά ποτέ. Επιθυμούμε διακαώς να νιώσουμε ανεξάρτητες και διαφορετικές από τη γυναίκα που μας έφερε στη ζωή, χωρίς όμως να τη διώξουμε. Χρειαζόμαστε τη μητέρα δίπλα μας – όχι απέναντί μας. Το παιχνίδι ταύτισης-διαφοροποίησης είναι μεγάλη πρόκληση για τη σχέση των δύο γυναικών. Για πολλές από εμάς παίζεται σε όλη μας τη ζωή.
Γιατί επαναλαμβάνουμε;
Ενώ κάνουμε συνειδητή προσπάθεια να “τα κάνουμε αλλιώς” και να μη γίνουμε ίδιες, η μητέρα μας πάντα αναδύεται απρόσμενα μέσα μας. Μπορεί να είναι σε κάτι που θα πούμε στο παιδί μας, κάτι που θα σκεφτούμε με τον ίδιο τρόπο που κάποτε χλευάζαμε, στη στάση του σώματός μας, στην έκφραση του προσώπου μας σε μία φωτογραφία.
Η επιστήμη υποστηρίζει πως είμαστε “προγραμματισμένοι” να μιμούμαστε τα κοντινότερά μας πρόσωπα. Η συμπεριφορά των γονιών μας εγγράφεται στον παιδικό μας εγκέφαλο και μαθαίνουμε να λειτουργούμε με τον ίδιο τρόπο. Ο εγκέφαλός μας όμως μπορεί επίσης να αναπροσαρμόσει αυτά τα μοντέλα συμπεριφοράς, κάνοντας καινούριες συνδέσεις όσο μεγαλώνουμε. Έχουμε δηλαδή τη δυνατότητα να ορίσουμε εκ νέου τον εαυτό μας και τη συμπεριφορά μας μέσα από τις σχέσεις που διαμορφώνουμε με δασκάλους, φίλους, και άλλα σημαντικά για εμάς πρόσωπα. Όταν βρεθούμε σε αγχωτικές καταστάσεις ή σε καταστάσεις που μας γυρίζουν ασυνείδητα στα παιδικά μας βιώματα, έχουμε την τάση να επαναλάβουμε (σχεδόν αυτόματα) τις γνώριμες εκείνες αντιδράσεις. Έτσι, ακούμε να βγαίνουν απ’το στόμα μας φράσεις που ορκιστήκαμε να μη πούμε εμείς ποτέ στα παιδιά μας.
Γιατί φοβόμαστε την επανάληψη;
Η εξιδανικευμένη εικόνα που είχαμε είναι φυσικό να χαθεί όσο μεγαλώνουμε και ψάχνουμε τον εαυτό μας. Κοιτάζοντας πλέον τη μητέρα μας ως μία φυσιολογική γυναίκα που έχει κάνει λάθη, μάς τρομοκρατεί η ιδέα πως ίσως τα επαναλάβουμε κι εμείς. Θυμώνουμε με αυτήν την απομυθοποίηση εκλαμβάνοντάς την ακόμα και ως προδοσία. Η ανάγκη μας να διαφοροποιηθούμε γίνεται ακόμα πιο έντονη. Ακόμη και η απλή επανάληψη μίας αθώας φράσης που παραπέμπει σ’ εκείνη, όπως, “βάλε το μπουφάν σου, μην κρυώσεις”, μπορεί να μας εξοργίσει. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε τη συμπεριφορά μας και να δούμε τί πραγματικά φοβόμαστε. Είναι απλώς ή δική μας αγωνία που βλέποντας πώς τη μητέρα μας να αλλάζει αναρωτιόμαστε τι σημαίνει αυτό για το δικό μας μέλλον; Ή μήπως πράγματι επαναλαμβάνουμε πράξεις που όντως μπορούν να βλάψουν εμάς και τους δικούς μας;
Τί να κάνω;
1) Παρατήρησε τη συμπεριφορά σου. Εντόπισε τις καταστάσεις που σου δημιουργούν στρες και σε κάνουν να φέρεσαι με τρόπο που μετά μετανιώνεις (ή σαν τη μητέρα σου). Πάρε μία απόσταση και σκέψου πριν αντιδράσεις.
2) Απόφυγε καταστάσεις που ξέρεις πως θα δημιουργήσουν ένταση μεταξύ εσού και της μητέρας σου. Μην της δίνεις τροφή για σχόλια που ξέρεις πως θα σε ενοχλήσουν.
3) Μην παίρνεις προσωπικά τα αρνητικά της σχόλια. Συχνά εξυπηρετούν δικές της ανάγκες και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Μην ξεχνάς ότι και η δική σου κριτική ως προς το τί γονιός έχει υπάρξει η μητέρα σου είναι πολύ σημαντική για εκείνη.
4) Μίλησέ της. Ζήτησέ της κάποια εξήγηση για τη συμπεριφορά της (π.χ. να σου πει τους λόγους που έκανε κάποια πράγματα και εάν έχει μετανιώσει). Άκουσέ την ό- πως θα άκουγες μια φίλη σου, βάζοντας για λίγο στην άκρη τις συνέπειες που μπορεί να είχαν οι πράξεις της για εσένα. Αν τα καταφέρεις θα επαναπροσδιορίσεις και θα “αθωώσεις” κάποια κομμάτια της μητέρας σου.
5) Θυμήσου πως ίσως βρεθείς κι εσύ στη θέση της μια μέρα, με την κόρη σου. Κι ε- κείνη πήρε κάποιες συμπεριφορές από τη μητέρα της. Κι εσύ θα περάσεις κάποιες στην κόρη σου.
6) Επικεντρώσου στα θετικά που έχεις πάρει από εκείνη. Σίγουρα υπάρχουν.
7) Εστίασε στη διαφορετικότητά σου. Βρες τί είναι σημαντικό για εσένα και ποια είναι η δική σου στάση ζωής. Αν δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις πού ξεκινάς εσύ και πού τελειώνει η μητέρα σου, ποιά χαρακτηριστικά της έχεις κάνει δικά σου και γιατί άλλα τα απαρνείσαι, μπορείς να ζητήσεις τη βοήθεια ειδικού.
Το να επαναλαμβάνεις συμπεριφορές της μητέρας σου δεν σε κάνει ίδια.
Όποια και να είναι η σχέση μας με τη μητέρα μας, καλή ή συγκρουσιακή, είναι ση- μαντικό να δούμε το πώς επιδρά στη γυναίκα που γινόμαστε. Αυτό ισχύει είτε προσπαθούμε να τη φτάσουμε είτε προσπαθούμε να γίνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πολλά δικά της στοιχεία έχουν γίνει και δικά μας. Πρέπει όμως να θυμίζουμε στον ε- αυτό μας πως υπάρχουν άλλα τόσα που μας κάνουν να διαφέρουμε.
Θέλουμε να απομυθοποιήσουμε τη μητέρα χωρίς να την υποτιμήσουμε. Θέλουμε επίσης, να την αποδεχτούμε.΄Ετσι μόνο θα αποδεχτούμε και όλα τα δικά μας καλά ή κακά που αναπόφευκτα προέρχονται από εκείνη.